Συχνές Ερωτήσεις
Ο ενδοδοντολόγος έχοντας παρακολουθήσει ένα διετές ή τριετές πρόγραμμα ειδίκευσης στην Ενδοδοντολογία διαθέτει την κατάρτιση, την εμπειρία και τον ειδικό εξοπλισμό προκειμένου να αντιμετωπίσει επιτυχώς δυσκολότερα και περισσότερο απαιτητικά περιστατικά με απώτερο σκοπό την παραμονή των φυσικών δοντιών στη στοματική κοιλότητα των ασθενών.
Η ενδοδοντική θεραπεία δεν είναι επώδυνη και διενεργείται, στις περιπτώσεις που χρειάζεται, με τοπική αναισθησία. Μετά την πρώτη συνεδρία, υπάρχει περίπτωση το θεραπευόμενο δόντι να παρουσιάσει κάποιου βαθμού ευαισθησία λόγω της προϋπάρχουσας φλεγμονής. Γι’ αυτό μπορεί να ζητηθεί από τον ασθενή η αποφυγή της μάσησης με αυτό το δόντι για κάποιο χρονικό διάστημα ή/και η χρήση παυσιπόνων και σε σπανιότερες περιπτώσεις αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.
Μετά τη τελευταία συνεδρία το δόντι που έχει θεραπευτεί ενδέχεται να παρουσιάσει αίσθημα “βάρους” ή και κάποιου βαθμού πόνο. Κάτι τέτοιο οφείλεται στους θεραπευτικούς χειρισμούς κατά την έμφραξη των ριζικών σωληνών και συνήθως υποχωρεί σύντομα. Σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει αρνητικά το θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Το συντριπτικό ποσοστό των ενδοδοντικών θεραπειών ολοκληρώνονται σε 1-2 συνεδρίες και λίγες περιπτώσεις χρειάζονται περισσότερες. Ο οδοντίατρος μετά την ολοκλήρωση της κάθε συνεδρίας εμφράσσει την κοιλότητα διάνοιξης με κάποιο προσωρινό εμφρακτικό υλικό για την αποφυγή διείσδυσης μικροβίων και για την εξασφάλιση της καλύτερης μασητικής λειτουργίας.
Η ενδοδοντική θεραπεία, με τις σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται, έχει πολύ υψηλό ποσοστό επιτυχίας που κυμαίνεται μεταξύ 85-95%. Ένα δόντι με επιτυχή θεραπεία μπορεί να παραμείνει στο στόμα για πάρα πολλά χρόνια. Μια θεραπεία μπορεί να αποτύχει αν παραμείνουν μικρόβια στους ριζικούς σωλήνες του δοντιού ή αν η ενδοδοντική θεραπεία εκτεθεί στη στοματική κοιλότητα λόγω τερηδόνας, κακής αποκατάστασης ή κατάγματος του δοντιού. Επίσης, ρόλο διαδραματίζει και η γενική και στοματική υγεία του ασθενή. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για τη διατήρηση του δοντιού είτε μέσω προσπάθειας για επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας είτε μέσω χειρουργικής ενδοδοντίας (ακρορριζεκτομή).
Το κόστος της θεραπείας εξαρτάται από το βαθμό δυσκολίας του περιστατικού καθώς και από τον αριθμό των ριζών/ριζικών σωληνών στο υπό θεραπεία δόντι. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις σχεδόν, το κόστος είναι μικρότερο από το κόστος μιας εξαγωγής του δοντιού και τοποθέτησης για την αναπλήρωση του, γέφυρας ή εμφυτεύματος.
Για τον έλεγχο της θεραπείας, ενδέχεται να χρειαστούν επανέλεγχοι σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα για να ελεγχθεί η πορεία της, χωρίς οικονομικό κόστος.
Τα ενδοδοντικά θεραπευμένα δόντια μετά τη λήξη της θεραπείας χρειάζεται να αποκατασταθούν το συντομότερο έτσι ώστε να λειτουργούν κατά τη μάσηση χωρίς κίνδυνο κατάγματος και αναμόλυνσης του δοντιού. Η αποκατάσταση στα οπίσθια δόντια γίνεται με εμφράξεις (σφραγίσματα), ανασυστάσεις με άξονες υαλονημάτων ή/και με στεφάνες (θήκες). Ειδικά στα οπίσθια δόντια, λόγω έντονης φόρτισης κατά τη μάσηση, έχουν παρατηρηθεί κατάγματα σε περιπτώσεις μη έγκαιρης τοποθέτησης έμφραξης, ανασύστασης ή/και στεφάνης.
Επανάληψη θεραπείας γίνεται όταν μια παλαιότερη ενδοδοντική θεραπεία έχει αποτύχει λόγω παραμονής μικροβίων ή εισόδου νέων στο εσωτερικό του δοντιού. Κατά τη διαδικασία αυτή γίνεται αφαίρεση των υλικών που υπάρχουν στους ριζικούς σωλήνες του δοντιού, σχολαστική απολύμανση των ριζικών σωλήνων και ερμητική έμφραξη αυτών.